Greek Meaning of high-rolling
υψηλών απαιτήσεων
Other Greek words related to υψηλών απαιτήσεων
- εξωφρενικός
- άσωτος
- Σπάταλος
- Μαρμέλος
- απρόσεκτος
- γενναιόδωρος
- σπάταλος
- φιλελεύθερος
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- σπάταλος
- απερίσκεπτος
- σπατάλη
- σπάταλος
- σπάταλος
- μεγαλόψυχος
- άφθονος
- φιλανθρωπικός
- Ελεύθερο σκίτσο
- απρόσεκτος
- ανοικονομίδης
- απερίσκεπτος
- απερίσκεπτος
- επιεικής
- αφρόντιστη
- γενναιόδωρος
- Μυωπικός
- γενναιόδωρος
- ειλικρινής
- μυωπικός
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ακούραστος
- προσεκτικός
- φτηνός
- κοντά
- οικονομικός
- λιτός
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- φθηνός
- άπορος
- εφεδρικό
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- σφιχτός
- διατήρησης
- εξοικονόμηση
- συνετός
- μέση τιμή
- φειδωλός
- πρέσσα
- συνετός
- λιτότητα
- ε разумный
- οικονομία
- οικονομικός
- σοφός
- τσιγκούνης
- υπερμετρωπικός, μυωπικός
- Μπροστά
- διορατικός
- προνοητικός
- προνοητικός
- φειδωλός
Nearest Words of high-rolling
- highs => υψηλά
- high-spiritedly => με υψηλό φρόνημα
- hightail (it) => τρέχει σαν να τον κυνηγούν
- hightailed (it) => (έβαλε τα πόδια)
- hightailing (it) => κουτρουβαλάω (εκεί)
- hightails (it) => παίρνει τα πόδια του
- high-test => υψηλού οκτανίου
- high-water marks => υψηλά σημεία παλίρροιας
- highways => αυτοκινητόδρομοι
- hijacked => αεροπειρατείας
Definitions and Meaning of high-rolling in English
high-rolling
a person who spends freely in luxurious living, a person who gambles recklessly or for high stakes
FAQs About the word high-rolling
υψηλών απαιτήσεων
a person who spends freely in luxurious living, a person who gambles recklessly or for high stakes
εξωφρενικός,άσωτος,Σπάταλος,Μαρμέλος,απρόσεκτος,γενναιόδωρος,σπάταλος,φιλελεύθερος,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός
προσεκτικός,φτηνός,κοντά,οικονομικός,λιτός,τσιγκούνης,φειδωλός,φθηνός,άπορος,εφεδρικό
high-pressuring => πίεση, high-pressured => υψηλής πίεσης, high-muckety-muck => Μεγάλο αστέρι, highlights => Σημεία, highlighted => επισημασμένος,