Greek Meaning of hightailed (it)

(έβαλε τα πόδια)

Other Greek words related to (έβαλε τα πόδια)

Definitions and Meaning of hightailed (it) in English

hightailed (it)

No definition found for this word.

FAQs About the word hightailed (it)

(έβαλε τα πόδια)

μπουλονάρω,δραπέτευσε,έφυγε,πέταξε,υποχώρησε,τρέχω,υποχωρώ,Φύγε,Χρεοκοπημενος,τρελός

γένιος,τόλμησε,αντιμέτωπος,τόλμησε,αψήφησε,αντιμέτωπος,Γυρνούσε,παρέμεινε,κατοικούσε,έμεινε

hightail (it) => τρέχει σαν να τον κυνηγούν, high-spiritedly => με υψηλό φρόνημα, highs => υψηλά, high-rolling => υψηλών απαιτήσεων, high-pressuring => πίεση,