Greek Meaning of hightailed (it)
(έβαλε τα πόδια)
Other Greek words related to (έβαλε τα πόδια)
- μπουλονάρω
- δραπέτευσε
- έφυγε
- πέταξε
- υποχώρησε
- τρέχω
- υποχωρώ
- Φύγε
- Χρεοκοπημενος
- τρελός
- καθάρισε
- έφυγε (δραπέτευσε)
- βγήκε έξω
- έφτιαξε πίστες
- τρέχω
- έφυγαν τρέχοντας
- έτρεξε μακριά
- σκάω
- παράτησε
- Έφυγε τρέχοντας
- διέφυγε
- απέδρασαν
- δραπετεύω
- χάθηκε
- βγήκε
- αναμμένος
- σβηστό
- ψιχάλα
- ξέφυγε
- διάσπαρτοι
- σκάω
- γδαρμένο
Nearest Words of hightailed (it)
- hightail (it) => τρέχει σαν να τον κυνηγούν
- high-spiritedly => με υψηλό φρόνημα
- highs => υψηλά
- high-rolling => υψηλών απαιτήσεων
- high-pressuring => πίεση
- high-pressured => υψηλής πίεσης
- high-muckety-muck => Μεγάλο αστέρι
- highlights => Σημεία
- highlighted => επισημασμένος
- highjackings => αεροπειρατείες
- hightailing (it) => κουτρουβαλάω (εκεί)
- hightails (it) => παίρνει τα πόδια του
- high-test => υψηλού οκτανίου
- high-water marks => υψηλά σημεία παλίρροιας
- highways => αυτοκινητόδρομοι
- hijacked => αεροπειρατείας
- hijackings => αεροπειρατείες
- hikes => πεζοπορίες
- hilariousness => ἱλαρότητα
- hillocks => λόφοι
Definitions and Meaning of hightailed (it) in English
hightailed (it)
No definition found for this word.
FAQs About the word hightailed (it)
(έβαλε τα πόδια)
μπουλονάρω,δραπέτευσε,έφυγε,πέταξε,υποχώρησε,τρέχω,υποχωρώ,Φύγε,Χρεοκοπημενος,τρελός
γένιος,τόλμησε,αντιμέτωπος,τόλμησε,αψήφησε,αντιμέτωπος,Γυρνούσε,παρέμεινε,κατοικούσε,έμεινε
hightail (it) => τρέχει σαν να τον κυνηγούν, high-spiritedly => με υψηλό φρόνημα, highs => υψηλά, high-rolling => υψηλών απαιτήσεων, high-pressuring => πίεση,