Greek Meaning of dared
τόλμησε
Other Greek words related to τόλμησε
Nearest Words of dared
Definitions and Meaning of dared in English
dared ()
of Dare
dared (p. p.)
of Dare
dared (imp. & p. p.)
of Dare
FAQs About the word dared
τόλμησε
of Dare, of Dare, of Dare
εξετάζω,τόλμησε,αντιμέτωπος,αψήφησε,απορημένος,γένιος,θρασύς,αντιμέτωπος,outbraved,υπερβαίνω
Απέφευξε,αποφύγω,σκύβω,δραπέτευσε,απέφυγε,αποφύγω,σοκαρισμένος,απέφευξα,απέφυγε,απέφυγε
dare => τολμώ, dardic language => Δαρδική γλώσσα, dardic => dardic, dardanian => δαρδανικός, dardanelles campaign => Εκστρατεία των Δαρδανελίων,