Greek Meaning of shirked
αποφύγω
Other Greek words related to αποφύγω
- Απέφευξε
- δραπέτευσε
- αποφεύγω
- εκτροπή
- αποφύγω
- σκύβω
- αποκλείστηκε
- απέφυγε
- απέφυγε
- εμπόδισε
- σοκαρισμένος
- απέφευξα
- αποφεύχθηκε
- απαγορευμένο
- αποκλεισμένος
- παρακάμφθηκε
- παρακάμπτω
- απαγορευμένος
- εκτραπεί
- εξαιρεθείς
- Εξαιρούμενος
- εκλεπτυσμένος
- αποφεύγει
- γύρισε
- κρατήθηκε μακριά από
- έχασε
- κατήργησε
- Τον ξεπέρασε σε εξυπνάδα
- ξεπέρασε σε εξυπνάδα
- υπερέβη
- απέκρουσε
- αποκλείστηκε
- αποκλείστηκε
- δραπέτευσε
- ανακατεύτηκε (εκτός)
- Μείνε μακριά από
- Απέφευξε
- ματαιωμένος
- αποφεύχθηκε (από)
- ξεγλίστρησε (από)
Nearest Words of shirked
Definitions and Meaning of shirked in English
shirked (imp. & p. p.)
of Shirk
FAQs About the word shirked
αποφύγω
of Shirk
Απέφευξε,δραπέτευσε,αποφεύγω,εκτροπή,αποφύγω,σκύβω,αποκλείστηκε,απέφυγε,απέφυγε,εμπόδισε
αποδεκτό,αγκαλιάστηκε,καταδιωκόμενος,sought,καλωσόρισε,πιάστηκε,συμφωνημένο,έτρεχε από πίσω της,πραγματοποιήθηκαν
shirk => Ειδωλολατρία, shirer => Σάιρερ, shire town => Πρωτεύουσα νομού, shire horse => Σάιρ, shire => Κομητεία,