Greek Meaning of thwarted
ματαιωμένος
Other Greek words related to ματαιωμένος
- μπερδεμένος
- αποτυγχάνω
- απογοητευμένος
- εμπόδισε
- συλληφθείς
- σταμάτησε
- ρυθμός
- αποκλεισμένο
- σκακ μάτ
- ηττημένος
- αμήχανος
- διακοπεί
- Ανάπηροι
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- ανασταλμένος
- εμπόδισαν
- υπερνικώ
- σταμάτησε
- εμπόδισε
- σβησμένος
- αποφεύχθηκε
- αποκλεισμένος
- επιλεγμένο
- βουλωμένο
- Επιβαρυμένος
- δεμένος
- προέλαβε
- κουτσός
- δεμένος με χειροπέδες
- εξουδετερωμένο
- ακύρωσε
- κατήργησε
- μετατόπιση
- οπισθοχώρηση
- δεμένος
- βραχυκυκλωμένο
- Δεσμευμένος
- Δεσμευμένος
- περιορισμένος
- κατακτημένος
- εξουδετερώθηκε
- ανασταλμένος
- παρεμβαίνει (σε)
- αρνημένο
- αποκλείστηκε
Nearest Words of thwarted
Definitions and Meaning of thwarted in English
thwarted (s)
disappointingly unsuccessful
thwarted (imp. & p. p.)
of Thwart
FAQs About the word thwarted
ματαιωμένος
disappointingly unsuccessfulof Thwart
μπερδεμένος,αποτυγχάνω,απογοητευμένος,εμπόδισε,συλληφθείς,σταμάτησε,ρυθμός,αποκλεισμένο,σκακ μάτ,ηττημένος
προηγμένος,βοήθησε,υποστηρίζεται,Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,προωθημένο,ενθαρρυνόμενος ,προαγόμενος,διευκόλυνε,προώθησε
thwart => Ματαιώνω, thwaite => ثوايت, thwacking => χτύπημα, thwacked => χτύπησε, thwack => χτύπημα,