Greek Meaning of smoothed
λειασμένος
Other Greek words related to λειασμένος
- διευκόλυνε
- επιταχυνόμενος
- ανακουφισμένος
- Λιπασμένος
- βελτιωμένη
- χαλαρός/η
- Άνοιξε τον δρόμο (για)
- προαγόμενος
- Απλοποιημένο
- επιτάχυνε
- υποκινήθηκε
- προηγμένος
- βοήθησε
- υποστηρίζεται
- μπερδεμένος
- επιταχυνόμενο
- προωθημένο
- προώθησε
- επιτάχυνε
- βοήθησε
- σπεύδω
- επιταχύνεται
- βιαστικός
- επιταχυνόμενος
- ισιωμένη (έξω)
- βελτιωμένο
- Ξεβουλωμένο
Nearest Words of smoothed
- smoothbore => λειόκαννο
- smooth-bodied => Λεία
- smoothbark => λεία φλοιός
- smooth woodsia => Μαλακή πολυποδάτη
- smooth winterberry holly => Λείο αγριόχρυσο
- smooth sumac => Σουμάκι του ξυδόδεντρου
- smooth softshell => μαλακόστρακο
- smooth plane => λεία επίπεδη επιφάνεια
- smooth over => εξομαλύνω
- smooth out => ισοπεδώστε
Definitions and Meaning of smoothed in English
smoothed (s)
made smooth by ironing
FAQs About the word smoothed
λειασμένος
made smooth by ironing
διευκόλυνε,επιταχυνόμενος,ανακουφισμένος,Λιπασμένος,βελτιωμένη,χαλαρός/η,Άνοιξε τον δρόμο (για),προαγόμενος,Απλοποιημένο,επιτάχυνε
περίπλοκος,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,επιβαρυντική,εκλεπτυσμένος,επιδεινώθηκε
smoothbore => λειόκαννο, smooth-bodied => Λεία, smoothbark => λεία φλοιός, smooth woodsia => Μαλακή πολυποδάτη, smooth winterberry holly => Λείο αγριόχρυσο,