Greek Meaning of facilitated
διευκόλυνε
Other Greek words related to διευκόλυνε
- επιταχυνόμενος
- υποστηρίζεται
- ανακουφισμένος
- βελτιωμένη
- προαγόμενος
- Απλοποιημένο
- λειασμένος
- βοήθησε
- επιταχυνόμενο
- προωθημένο
- προώθησε
- Λιπασμένος
- επιτάχυνε
- βοήθησε
- σπεύδω
- χαλαρός/η
- Άνοιξε τον δρόμο (για)
- επιταχύνεται
- επιτάχυνε
- επιταχυνόμενος
- υποκινήθηκε
- προηγμένος
- μπερδεμένος
- βιαστικός
- ισιωμένη (έξω)
- βελτιωμένο
- Ξεβουλωμένο
Nearest Words of facilitated
Definitions and Meaning of facilitated in English
facilitated (imp. & p. p.)
of Facilitate
FAQs About the word facilitated
διευκόλυνε
of Facilitate
επιταχυνόμενος,υποστηρίζεται,ανακουφισμένος,βελτιωμένη,προαγόμενος,Απλοποιημένο,λειασμένος,βοήθησε,επιταχυνόμενο,προωθημένο
περίπλοκος,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,επιβαρυντική,εκλεπτυσμένος,επιδεινώθηκε
facilitate => διευκολύνω, facile => εύκολος, facies => Πρόσωπα, facient => ευχάριστος, faciend => κατασκευαστής,