Greek Meaning of furthered
προώθησε
Other Greek words related to προώθησε
- Καλλιεργούμενος
- ενθάρρυνε
- ενθαρρυνόμενος
- περιποιημένος
- προαγόμενος
- προηγμένος
- απολογούσε
- βοήθησε
- υποστηρίζεται
- πρωταθλητής
- ενέκρινε
- προωθημένο
- επωασμένο
- θρεμμένος
- υποστηριζόμενος
- υποκινήθηκε
- διαφημισμένο
- με την υποστήριξη
- ενισχυμένο
- χαρισματικός
- χρηματοδοτούμενα
- χρηματοδοτούμενη
- εγκεκριμένος
- θηλάζει
- προστατευμένος
- δημοσιοποιημένο
- επιδοτούμενο
- διαφημιζόμενος
- ανέλαβε
- διατήρησε
- ποντάρισε
- εργάστηκε (για)
- σφυρηλατημένος (για)
- αποκλεισμένος
- αποθαρρυμένος
- επιβεβλημένο
- απαγόρευσε
- απογοητευμένος
- παρεμποδισμένος
- ανασταλμένος
- αντίθετο
- απαγορευμένος
- απαγορευμένη
- αντιμετωπίζω
- εμπόδισε
- συλληφθείς
- απαγορευμένο
- πολέμησε
- επιλεγμένο
- πολέμησε
- διακοπεί
- παρεμποδισμένο
- απαγορευμένο
- Απαγορευμένο
- καταπιεσμένος
- πνιγηρός
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- καταπολεμήσει
- ικανοποιημένος με/με κάτι
- απαγόρευσε
- Επιβαρυμένος
- δεμένος
- κουτσός
- εμπόδισαν
- δεμένος
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- πολεμήθηκε
- παρεμβαίνει (σε)
- σβησμένο (έξω)
Nearest Words of furthered
Definitions and Meaning of furthered in English
furthered (imp. & p. p.)
of Further
FAQs About the word furthered
προώθησε
of Further
Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,ενθαρρυνόμενος ,περιποιημένος,προαγόμενος,προηγμένος,απολογούσε,βοήθησε,υποστηρίζεται,πρωταθλητής
αποκλεισμένος,αποθαρρυμένος,επιβεβλημένο,απαγόρευσε,απογοητευμένος,παρεμποδισμένος,ανασταλμένος,αντίθετο,απαγορευμένος,απαγορευμένη
furtherance => προώθηση, further => εφεξής, furry tongue => τριχωτή γλώσσα, furry => γούνινος, furrowy => γούνινος,