Greek Meaning of incubated
επωασμένο
Other Greek words related to επωασμένο
- απαγορευμένο
- αποκλεισμένος
- αντιμετωπίζω
- αποθαρρυμένος
- επιβεβλημένο
- πολέμησε
- απογοητευμένος
- παρεμποδισμένος
- ανασταλμένος
- αντίθετο
- Απαγορευμένο
- εμπόδισε
- απαγορευμένος
- απαγορευμένη
- συλληφθείς
- πολέμησε
- επιλεγμένο
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- ικανοποιημένος με/με κάτι
- απαγόρευσε
- διακοπεί
- απαγορευμένο
- καταπιεσμένος
- πλακωμένος
- πνιγηρός
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- Επιβαρυμένος
- δεμένος
- απαγόρευσε
- κουτσός
- παρεμποδισμένο
- παρεμβαίνει (σε)
- εμπόδισαν
- δεμένος
- σβησμένο (έξω)
- υποταγμένος
Nearest Words of incubated
Definitions and Meaning of incubated in English
incubated (imp. & p. p.)
of Incubate
FAQs About the word incubated
επωασμένο
of Incubate
εκκολαφθείσα,εκκολαμμένος/εκκολαμμένη,τοποθετημένο,κάθισε,γεννήθηκε,σετ
απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αντιμετωπίζω,αποθαρρυμένος,επιβεβλημένο,πολέμησε,απογοητευμένος,παρεμποδισμένος,ανασταλμένος,αντίθετο
incubate => επωάζω, incrystallizable => μη κρυσταλλωτός, incrustment => επένθετο, incrusting => επικαλυπτικό, incrusted => επενδεδυμένος,