Greek Meaning of incubating

Επωάζοντας

Other Greek words related to Επωάζοντας

Definitions and Meaning of incubating in English

Webster

incubating (p. pr. & vb. n.)

of Incubate

FAQs About the word incubating

Επωάζοντας

of Incubate

εκκόλαψη,τοποθέτηση,καθισμένος,γέννα,Που εκκολάπτει,ρύθμιση

απαγόρευση,καταπολέμηση,Καταπολέμηση,αποθαρρυντικός,μάχη,απαγορευτικό,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,ανασταλτικός,αντίθετος

incubated => επωασμένο, incubate => επωάζω, incrystallizable => μη κρυσταλλωτός, incrustment => επένθετο, incrusting => επικαλυπτικό,