Greek Meaning of checking

έλεγχος

Other Greek words related to έλεγχος

Definitions and Meaning of checking in English

Webster

checking (p. pr. & vb. n.)

of Check

FAQs About the word checking

έλεγχος

of Check

Συμφωνία,απάντηση,ταυτόχρονος,συμμορφούμενος,αντίστοιχος,κατάλληλος,σύμφωνα με,στοίχιση,συνεκτικός,συμπεριφερόμενος

αντιφατικός,διαφορετικό από,διαφωνία (με),αμφισβητώντας,συγκρουόμενο,Αντιφατικό,άρνηση,ακυρώνει,άρνηση,ενοχλητικός

check-in => Εγγραφή, checkerwork => σκακιέρα, checkers => Ντάμα, checkering => κυμάτωση, checkered whiptail => Κόκκινη κολουροσαύρα,