Greek Meaning of checkmating
σάχ ματ
Other Greek words related to σάχ ματ
- απορίας άξιο
- ηττώμενος
- απορρόφηση
- απογοητευτικός
- εμποδίζοντας
- στάση
- ματαιώνοντας
- προληπτικός
- συναρπαστικός
- αντίσταση
- ξύλο
- αποκλεισμός
- έλεγχος
- απόφραξη
- Αμήχανος
- προλαβαίνω
- ανακοπή
- αναπηρία
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- εξουδετέρωση
- εμποδίζοντας
- υπερνίκηση
- στάση
- παρεμβαίνω (σε)
- αποτρεπόμενο
- 除非
- κατάκτηση
- επιβαρυντικός
- Κούτσαινε
- αλυσοδένοντας
- ακυρώνει
- αποτρέποντας
- αντισταθμισμός
- δεσμώτης
- Βραχυκύκλωμα
- περιοριστικός
- Περιορισμός
- δέσιμο
- αντιρρόπηση
- δεσμευτικό
- συγκράτηση
- άρνηση
- αποκλείωντας
- ρύθμιση πίσω
- δέσιμο
Nearest Words of checkmating
Definitions and Meaning of checkmating in English
checkmating (p. pr. & vb. n.)
of Checkmate
FAQs About the word checkmating
σάχ ματ
of Checkmate
απορίας άξιο,ηττώμενος,απορρόφηση,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,στάση,ματαιώνοντας,προληπτικός,συναρπαστικός,αντίσταση
προελαύνοντας,βοήθεια,βοήθεια,ενθαρρυντικός,προώθηση,καλλιέργεια,περαιτέρω,Καλλιεργώ,προώθηση,διευκολυντικό
checkmated => σκακ μάτ, checkmate => σκάκι-ματ, checklist => λίστα ελέγχου, checkless => χωρίς τα επιταγές, checklaton => τσεκλατόν,