Greek Meaning of hindering

εμποδίζοντας

Other Greek words related to εμποδίζοντας

Definitions and Meaning of hindering in English

Wordnet

hindering (s)

preventing movement

Webster

hindering (p. pr. & vb. n.)

of Hinder

FAQs About the word hindering

εμποδίζοντας

preventing movementof Hinder

αποκλεισμός,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,απορίας άξιο,άρνηση,εξουδετέρωση,ακυρώνει,Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση,στάση

βοήθεια,βοήθεια,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,θρεπτικός,προώθηση,λείανση,χαλάρωση,προώθηση

hinderest => εμποδίζεις, hinderer => εμπόδιο, hindered => παρεμποδισμένος, hinderance => εμπόδιο, hinder => εμποδίζω,