Greek Meaning of nurturing

θρεπτικός

Other Greek words related to θρεπτικός

Definitions and Meaning of nurturing in English

Webster

nurturing (p. pr. & vb. n.)

of Nurture

FAQs About the word nurturing

θρεπτικός

of Nurture

φροντιστικός,Giving = Δίνοντας,θηλυκό,θηλυκός,μητριαρχικός,γονικός,θηλυκός,μητρικός,μητριαρχικός,μητέρα

απαγόρευση,καταπολέμηση,Καταπολέμηση,αποθαρρυντικός,Επιβάλλοντας,μάχη,απαγορευτικό,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,ανασταλτικός

nurtured => περιποιημένος, nurture => θρέφω, nurturant => θρεπτικός, nurturance => φροντίδα, nurtural => θρεπτικός,