Greek Meaning of encumbering

επιβαρυντικός

Other Greek words related to επιβαρυντικός

Definitions and Meaning of encumbering in English

Webster

encumbering (p. pr. & vb. n.)

of Encumber

FAQs About the word encumbering

επιβαρυντικός

of Encumber

ντροπιαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,αποκλεισμός,απόφραξη,περιοριστική,καθυστέρηση,ανησυχητικός

βοήθεια,βοήθεια,εκκαθάριση,διευκολυντικό,απελευθερωτικό,βοηθητικός,άνοιγμα,ενθαρρυντικός,απελευθερωτικός,χαλάρωση

encumbered => Επιβαρυμένος, encumber => Βαρύνω, enculturation => Εγκulturation, encryption => Κρυπτογράφηση, encrypt => Κρυπτογράφηση,