Greek Meaning of encroachment
παραβίαση
Other Greek words related to παραβίαση
- επιδρομή
- παράβαση
- εισβολή
- εισβολή
- παράβαση
- παραβίαση
- παράβαση
- επιδρομή
- Πρόσκρουση.
- παράβαση
- επιδρομή
- εισβολή
- κακή διαγωγή
- πλημμέλημα
- Επέμβαση
- αδίκημα
- επιδρομή
- παράβαση
- εγκληματικότητα
- εγκατάλειψη
- κατάβαση
- αδιαφορία
- λήθη
- αγνοώντας
- κακοδιαχείριση
- παράλειψη αναφοράς εγκλήματος
- αμέλεια
- μη τήρηση
- παράπτωμα
- θέα
- Αμαρτία
- λάθος
Nearest Words of encroachment
Definitions and Meaning of encroachment in English
encroachment (n)
any entry into an area not previously occupied
entry to another's property without right or permission
influencing strongly
encroachment (n.)
The act of entering gradually or silently upon the rights or possessions of another; unlawful intrusion.
That which is taken by encroaching on another.
An unlawful diminution of the possessions of another.
FAQs About the word encroachment
παραβίαση
any entry into an area not previously occupied, entry to another's property without right or permission, influencing stronglyThe act of entering gradually or si
επιδρομή,παράβαση,εισβολή,εισβολή,παράβαση,παραβίαση,παράβαση,επιδρομή,Πρόσκρουση.,παράβαση
σεβόμενος,τήρηση,διατήρηση,μη παραβίαση
encroachingly => καταπατητικά, encroaching => καταπατητική, encroacher => εισβολέας, encroached => παραβίασε, encroach upon => επέμβαση,