Greek Meaning of encrypt
Κρυπτογράφηση
Other Greek words related to Κρυπτογράφηση
Nearest Words of encrypt
Definitions and Meaning of encrypt in English
encrypt (v)
convert ordinary language into code
FAQs About the word encrypt
Κρυπτογράφηση
convert ordinary language into code
Κρυπτογράφημα,κώδικας,κωδικοποιώ,κρυπτογραφώ,ανακατεύω
Σπάω,ρωγμή,αποκρυπτογραφώ,αποκωδικοποιώ,Αποκρυπτογράφηση,Αποδίδω,μεταφράζω,αποκρυπτογραφώ,Αποκρυπτογράφηση
encrustment => κρούστα, encrusted => με κρούστα, encrustation => επικάθιση, encrust => επικρουστούν, encroachment => παραβίαση,