FAQs About the word mix up

ανακατεύω

a state or instance of confusion, mixture, conflict, fight, an instance of confusion

συγχέω,συγχωνεύω,Μπερδεύω,ενοποιώ (μαζί),λάθος,εφαρμόζω εσφαλμένα,εσφαλμένη κλήση,αναγνωρίζω εσφαλμένα

διαφορά,διαφοροποιώ,διακρίνω,ξεχωριστό,διακρίνω

mix in => αναμίξτε σε, mix => μίγμα, miwok => μίγουοκ, mitzvah => μίτσβα, mity => μίτι,