Greek Meaning of confound
Μπερδεύω
Other Greek words related to Μπερδεύω
- μπερδεύω
- αποσυντονίζω
- συγχέω
- μπερδεμένος
- παζλ
- μπερδεμένος
- εξαπατώ
- ρυθμός
- θολώνω
- μπερδέψω
- αποπροσανατολίζω
- ενοχλώ
- Bούβαλος
- αποδιοργανώνω
- αποπροσανατολίζω
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- αποσυντονίζω
- ταραχή
- αλεπού
- μπερδεύω
- πάρει
- χαλίκι
- Λαβύρινθος
- χάος
- λασπωμένος
- αποπροσανατολίζω
- Πόζα
- κουδουνίστρα
- ζαλίζω
- αναστατώνω
- αναστατωμένος
- ενοχλώ
- ντροπιάζω
- αναταράζω
- ξεγελώ
- Ντροπή
- εξαπατώ
- εξαπατώ
- εξαπατώ
- απογοητεύω
- δυσφορία
- ταράζω
- αμηχανία
- αποθαρρύνω
- Απογοήτευση
- ανησυχία
- δυσφορία
- εξαπατώ
- φάση
- Απατώ
- μούφα
- παραπλανάω
- Παραπλανάω
- ταπεινώνω
- μπερδεύω
- Διαταράσσω
- ραβδί
- κούτσουρο
- παίρνω
- τέχνασμα
- βγάζω από τις άρρηκτες
- εκπλήσσει κανέναν
- Πάω στο κεφάλι
- Με τρομάζεις
Nearest Words of confound
- conformity => συμμόρφωση
- conformist => συμμορφωμένος
- conformism => συμμορφισμός
- conforming => συμμορφούμενος
- conformator => κονφορματόρος
- conformational entropy => Συνδιαμορφωτική εντροπία
- conformation => Διάπλαση
- conformance => συμμόρφωση
- conformal projection => Συμμορφική προβολή
- conformably => σύμφωνα με
Definitions and Meaning of confound in English
confound (v)
be confusing or perplexing to; cause to be unable to think clearly
mistake one thing for another
FAQs About the word confound
Μπερδεύω
be confusing or perplexing to; cause to be unable to think clearly, mistake one thing for another
μπερδεύω,αποσυντονίζω,συγχέω,μπερδεμένος,παζλ,μπερδεμένος,εξαπατώ,ρυθμός,θολώνω,μπερδέψω
διαβεβαιώ,ικανοποιώ,πληροφορώ,καθησυχάζω,φωτίζω
conformity => συμμόρφωση, conformist => συμμορφωμένος, conformism => συμμορφισμός, conforming => συμμορφούμενος, conformator => κονφορματόρος,