Greek Meaning of gravel
χαλίκι
Other Greek words related to χαλίκι
- Χοντρός
- πετρώδης
- βαρύς
- βραχνός
- χάσκι
- πνιγμένος
- κρώξιμο
- βραχνός
- σίτα
- ράσπα
- βραχνός
- Σκουριασμένος
- ξύσιμο
- τραχύς
- βραχνός
- λειαντικό
- κακόφωνος
- ραγισμένο
- ασύμφωνος
- δυσαρμονικός
- άλεση
- γρύλισμα
- λαρυγγικός
- δυσαρμονικός
- ενοχλητικός
- θορυβώδης
- τραχύς
- ξύσιμο
- τσιριχτός
- τεταμένος
- στραγγαλισμένος
- στριγγός
- δυσμουσικός
- γκρινιάρης
- κραυγάζοντας
Nearest Words of gravel
Definitions and Meaning of gravel in English
gravel (n)
rock fragments and pebbles
gravel (v)
cause annoyance in; disturb, especially by minor irritations
cover with gravel
be a mystery or bewildering to
gravel (n.)
Small stones, or fragments of stone; very small pebbles, often intermixed with particles of sand.
A deposit of small calculous concretions in the kidneys and the urinary or gall bladder; also, the disease of which they are a symptom.
gravel (v. t.)
To cover with gravel; as, to gravel a walk.
To run (as a ship) upon the gravel or beach; to run aground; to cause to stick fast in gravel or sand.
To check or stop; to embarrass; to perplex.
To hurt or lame (a horse) by gravel lodged between the shoe and foot.
FAQs About the word gravel
χαλίκι
rock fragments and pebbles, cause annoyance in; disturb, especially by minor irritations, cover with gravel, be a mystery or bewildering toSmall stones, or frag
Χοντρός,πετρώδης,βαρύς,βραχνός,χάσκι,πνιγμένος,κρώξιμο,βραχνός,σίτα,ράσπα
ήπιος,χρυσός,υγρό,γλυκός,λείο,μαλακός,κατευναστικός,γλυκό,ολίσθηση,μελωδικός
gravedigger => νεκροθάφτης, graved => χαραγμένο, graveclothes => εντάφια, grave mound => Τάφος, grave accent => βαρύτονος,