Greek Meaning of graveling
χαλίκια
Other Greek words related to χαλίκια
- μπερδεμένος
- ξύλο
- συγκεχυμένος
- ντροπιαστικός
- αποκτώντας
- Ανακατωμένος
- θόλωση
- πόζα
- απορίας άξιο
- παραπλανητικός
- σύγχυση
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- παραπλανητικός
- αποπροσανατολιστικός
- αλεπού
- μπερδεμένος
- εκπληκτικός
- μυστηριώδης
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένο
- κολλώδης
- εκπληκτικά
- ενοχλητικός
- συγκεχυμένος
- απορητικός
- εκπλήσσω
- μπερδεμένος
- αποδιοργανωτικός
- απογοητευτικό
- Ανέβω στο κεφάλι
- ντροπιαστικός
- αναστάτωση
- δελεαστικός
- ενοχλητικός
- Παραπλανητικός
- Αμήχανος
- δυσάρεστος
- αποσυνθετικός
- ανησυχητικός
- αποθαρρυντικό
- αποθαρρυντικός
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- εξαπάτηση
- απογοητευτικός
- αστείος
- απάτη
- φάρσα
- μπαρούφα
- Παραπλανητικός
- Παραπλανητικό
- εξευτελιστικός
- απογοητευτικό
- αναπάντεχος
- ενοχλητικό
- τρίζοντας
- εκπληκτικός
- εξαπάτηση
- αναστατωτικός
- ντροπιαστικός
- δόλιος
- φάση
- εξαπάτηση
- Χιόνι
- σειρά
- παραλαμβάνω
- ελαφρυντική
- ανησυχητική
- περίεργο
Nearest Words of graveling
Definitions and Meaning of graveling in English
graveling (p. pr. & vb. n.)
of Gravel
graveling (n.)
Alt. of Gravelling
Alt. of Gravelling
FAQs About the word graveling
χαλίκια
of Gravel, Alt. of Gravelling, Alt. of Gravelling
μπερδεμένος,ξύλο,συγκεχυμένος,ντροπιαστικός,αποκτώντας,Ανακατωμένος,θόλωση,πόζα,απορίας άξιο,παραπλανητικός
διαβεβαιωτικός,ικανοποιητικό,Ενημέρωση,καθησυχαστικός,διαφωτιστικός
graveless => Άταφος, graveled => χαλικόστρωτος, gravel pit => Λατομείο χαλικιού, gravel => χαλίκι, gravedigger => νεκροθάφτης,