Greek Meaning of bemusing

απορητικός

Other Greek words related to απορητικός

Definitions and Meaning of bemusing in English

bemusing

to cause to have feelings of wry or tolerant amusement, confuse sense 1a, to make confused, to cause to have feelings of tolerant amusement, to occupy the attention of

FAQs About the word bemusing

απορητικός

to cause to have feelings of wry or tolerant amusement, confuse sense 1a, to make confused, to cause to have feelings of tolerant amusement, to occupy the atten

συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,απορροφητικός,ελκυστικός,απασχολημένος,Αποσπώντας την προσοχή,μαγευτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός

βαρετό,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,χλωμός

bemusements => διασκεδάσεις, bemoans => θρηνεί, belvederes => Περίπτερα, beltways => περιφερειακοί δρόμοι, belt-tightening => Σφίξιμο ζώνης,