Greek Meaning of immersing
imμέρσ
Other Greek words related to imμέρσ
- απορροφητικός
- Συμμετοχικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- εκπληκτικός
- συναρπαστικός
- καταναλωτικός
- απορροφητικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- εμπνευσμένος
- περιλαμβάνοντας
- προκλητικός
- συναρπαστικό
- γοητευτικός
- αστείος
- εκπληκτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- περίεργος
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- τονισμένος
- μαγευτικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- exhilarating
- γαλβανισμός
- υπνωτιστικό
- θαυμαστός
- υπνωτιστικός
- διεγερτικός
- επιδεικτικός
- μαγευτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικό
- δελεαστικός
- συναρπαστικός
- ασυνήθιστο
- υπέροχος
- θαυμαστός
Nearest Words of immersing
Definitions and Meaning of immersing in English
immersing (p. pr. & vb. n.)
of Immerse
FAQs About the word immersing
imμέρσ
of Immerse
απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,συναρπαστικός,καταναλωτικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό
βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,στείρος,κουραστικό,ανιαρό,αποθαρρυντικός
immersible => βυθιζόμενο, immersed => εμβαπτισμένος, immerse => βυθίζω, immersable => βυθιζόμενος, immeritous => αδικαιολόγητος,