Greek Meaning of absorbing

απορροφητικός

Other Greek words related to απορροφητικός

Definitions and Meaning of absorbing in English

Wordnet

absorbing (s)

capable of arousing and holding the attention

Webster

absorbing (p. pr. & vb. n.)

of Absorb

Webster

absorbing (a.)

Swallowing, engrossing; as, an absorbing pursuit.

FAQs About the word absorbing

απορροφητικός

capable of arousing and holding the attentionof Absorb, Swallowing, engrossing; as, an absorbing pursuit.

Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,αστείος,συναρπαστικός,καταναλωτικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό

βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,κουραστικό,κουραστικός,ανιαρό,Κουραστικό

absorber => απορροφητής, absorbent material => Απορροφητικό υλικό, absorbent cotton => Απορροφητικό βαμβάκι, absorbent => απορροφητικός, absorbency => Ικανότητα απορρόφησης,