Greek Meaning of absorbing
απορροφητικός
Other Greek words related to απορροφητικός
- Συμμετοχικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- εκπληκτικός
- αστείος
- συναρπαστικός
- καταναλωτικός
- απορροφητικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- imμέρσ
- εμπνευσμένος
- περιλαμβάνοντας
- προκλητικός
- συναρπαστικό
- γοητευτικός
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- περίεργος
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- τονισμένος
- μαγευτικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- exhilarating
- γαλβανισμός
- υπνωτιστικό
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- υπνωτιστικός
- διεγερτικός
- επιδεικτικός
- μαγευτικός
- πιτσιλίσματος
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικό
- δελεαστικός
- συναρπαστικός
- ασυνήθιστο
- υπέροχος
- θαυμαστός
Nearest Words of absorbing
- absorbition => απορρόφηση
- absorpt => απορροφητικός
- absorptance => απορροφητικότητα
- absorption => απορρόφηση
- absorption band => Ζώνη απορρόφησης
- absorption coefficient => Συντελεστής απορρόφησης
- absorption factor => παράγοντας απορρόφησης
- absorption indicator => Δείκτης απορρόφησης
- absorption spectrum => φάσμα απορρόφησης
- absorption unit => Μονάδα απορρόφησης
Definitions and Meaning of absorbing in English
absorbing (s)
capable of arousing and holding the attention
absorbing (p. pr. & vb. n.)
of Absorb
absorbing (a.)
Swallowing, engrossing; as, an absorbing pursuit.
FAQs About the word absorbing
απορροφητικός
capable of arousing and holding the attentionof Absorb, Swallowing, engrossing; as, an absorbing pursuit.
Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,αστείος,συναρπαστικός,καταναλωτικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό
βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,κουραστικό,κουραστικός,ανιαρό,Κουραστικό
absorber => απορροφητής, absorbent material => Απορροφητικό υλικό, absorbent cotton => Απορροφητικό βαμβάκι, absorbent => απορροφητικός, absorbency => Ικανότητα απορρόφησης,