Greek Meaning of wondrous
θαυμαστός
Other Greek words related to θαυμαστός
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- απίστευτος
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- θαυματουργός
- εκπληκτικός
- υψηλός
- εκπληκτικό
- υπέροχος
- Εκπληκτικός
- καταπληκτικός
- εξαιρετικός
- καταπληκτικός
- συναρπαστικός
- εντυπωσιακός
- προφητικός
- θαυμαστός
- αξιοσημείωτος
- Θεαματικός
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- ελκυστικός
- φρικτός
- δελεαστικός
- γοητευτικός
- εμφανής
- μαγευτικός
- διαφωτιστικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- ακατανόητος
- αδιανόητο
- ενδιαφέρον
- Εκτός τόπου
- εκπληκτικός
- αξιοσημείωτος
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- φαινομενικό
- σπάνιος
- εντυπωσιακός
- ενικός
- εντυπωσιακός
- απίστευτος
- ασυνήθιστος
- αδιανόητος
- μοναδικός
- αδιανόητος
- ασυνήθιστο
- ασυνήθιστος
- συγκλονιστικός
- βαρετό
- κοινός
- συνήθης
- βαρετό
- μονότονος
- καθημερινό
- φυσιολογικός
- συνηθισμένος
- κουραστικό
- κουραστικός
- τυπικός
- μέτριος
- αδιάφορος
- ανούσιος
- αναπνευστικός
- ανιαρό
- ασήμαντος
- συνήθης
- Κουραστικό
- κουρασμένος
- κουραστικό
- εξουθενωτικό
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποστράγγιση
- εξαντλητικός
- κουραστικός
- χορτάτος
- Φορεμένος
- απογοητευτικός
- εξαντλητικό
- αποδυναμωτικό
Nearest Words of wondrous
Definitions and Meaning of wondrous in English
wondrous (s)
extraordinarily good or great; used especially as intensifiers
wondrous (r)
(used as an intensifier) extremely well
wondrous (n.)
In a wonderful or surprising manner or degree; wonderfully.
wondrous (a.)
Wonderful; astonishing; admirable; marvelous; such as excite surprise and astonishment; strange.
FAQs About the word wondrous
θαυμαστός
extraordinarily good or great; used especially as intensifiers, (used as an intensifier) extremely wellIn a wonderful or surprising manner or degree; wonderfull
εκπληκτικός,εκπληκτικός,απίστευτος,θαυμαστός,θαυμάσιος,θαυματουργός,εκπληκτικός,υψηλός,εκπληκτικό,υπέροχος
βαρετό,κοινός,συνήθης,βαρετό,μονότονος,καθημερινό,φυσιολογικός,συνηθισμένος,κουραστικό,κουραστικός
wonder-working => θαυματουργό, wonderworking => θαυματουργός, wonder-worker => θαυματουργός, wonderwork => θαύμα, wonder-struck => εκστατικός,