Greek Meaning of draining

αποστράγγιση

Other Greek words related to αποστράγγιση

Definitions and Meaning of draining in English

Wordnet

draining (s)

having a debilitating effect

Webster

draining (p. pr. & vb. n.)

of Drain

Webster

draining (v. t.)

The art of carrying off surplus water, as from land.

FAQs About the word draining

αποστράγγιση

having a debilitating effectof Drain, The art of carrying off surplus water, as from land.

εξουθενωτικό,εξαντλητικό,εξαντλητικός,κουραστικός,Φορεμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός

απορροφητικός,εκπληκτικός,εκπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας

drainer => στραγγιστήρι, drained => στραγγισμένος, draine => στράγγισμα, drainboard => στραγγιστήρι, drainage system => σύστημα αποχέτευσης,