Greek Meaning of commonplace

συνηθισμένος

Other Greek words related to συνηθισμένος

Definitions and Meaning of commonplace in English

Wordnet

commonplace (n)

a trite or obvious remark

Wordnet

commonplace (s)

completely ordinary and unremarkable

not challenging; dull and lacking excitement

repeated too often; overfamiliar through overuse

FAQs About the word commonplace

συνηθισμένος

a trite or obvious remark, completely ordinary and unremarkable, not challenging; dull and lacking excitement, repeated too often; overfamiliar through overuse

μέσος,κοινός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,συνήθης,συνήθης,ξε κομμένο και στεγνωμένο,φανερό,κάθε μέρα

μη φυσιολογικός,άτυπος,περίεργος,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,αστείο,μονός,μακριά από τον δρόμο,περίεργος,γραφικό

commonness => Συνήθεια, commonly => συνήθως, common-law marriage => Σύμφωνο συμβίωσης, common-law => Κοινός νόμος, commoner => κοινός άνθρωπος,