Greek Meaning of freakish
τρομακτικός
Other Greek words related to τρομακτικός
- προσγειωμένος
- γήινος
- ισόρροπος
- πεισματάρης
- λογικός
- Γεγονός
- Πρακτικός
- πραγματιστής
- λογικός
- λογικός
- λογικός
- ε разумный
- ήχος
- λογικός
- σταθερά
- γρήγορος
- σταθερός
- προσγειωμένος-η
- αυστηρός και γρήγορος
- σκληρόβραστος
- άκαμπτος
- αμετάβλητος
- ψύχραιμος
- πρακτικός
- νηφάλιος
- σταθερός
- σταθερός
- Σκληραγωγημένος
- αμετάβλητο
- άκαμπτος
- αμετάβλητος
- αμετάβλητος
- αδιάλλακτος
- αμείλικτος
- αμετάβλητος
- αμετάπειστος
- αμετάβλητος
- καθιερωμένος
- πρακτικός
- σετ
- εγκαταστημένος
- σοβαροφανής
- σταθερός
Nearest Words of freakish
Definitions and Meaning of freakish in English
freakish (s)
changeable
characteristic of a freak
conspicuously or grossly unconventional or unusual
freakish (a.)
Apt to change the mind suddenly; whimsical; capricious.
FAQs About the word freakish
τρομακτικός
changeable, characteristic of a freak, conspicuously or grossly unconventional or unusualApt to change the mind suddenly; whimsical; capricious.
εκκεντρικός,παρορμητικός,ασταθής,Καприτσιόζος,Καπριτσιόζος,υδραργυρικός,καприτσιόζος,Ρομαντικός,τρεμάμενος,εκούσιος
προσγειωμένος,γήινος,ισόρροπος,πεισματάρης,λογικός,Γεγονός,Πρακτικός,πραγματιστής,λογικός,λογικός
freaking => γαμημένο, freaked => φοβισμένος, freak out => Τρελαίνομαι, freak => τέρας , frazzling => εξαντλητικό,