Greek Meaning of uncompromising
αδιάλλακτος
Other Greek words related to αδιάλλακτος
- αυστηρός
- αυστηρός
- αμετάπειστος
- χυτοσίδηρος
- συνειδητός
- απαιτητικός
- Σκληρή γραμμή
- άκαμπτος
- σχολαστικός
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- σταθερός
- αυστηρός
- πεισματάρης
- σταθερός
- αδαμάντινος
- αυστηρός
- με ορείχαλκο
- κοντά
- απαιτητικός
- αποφασισμένος
- επίμονος
- ακριβές
- στερεός
- Φlinstones
- επιλεκτικός
- ζοφερός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- σκληρός
- ακίνητος
- αμείλικτος
- επιμελής
- σχολαστικός
- Επιλεγμένο
- συνειδητός
- σοβαρός
- αποφασισμένος
- πρύμνη
- επίμονος
- σκληρός
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- ακλόνητος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- συμβατός
- εύκολος
- ευέλικτος
- χαλαρός
- χαλαρός
- χαλαρός
- Χαλαρός
- συγκαταβατικός
- ανένδοτος
- εύκολος
- ήπιος
- επιεικής
- παρακαλώ
- επιεικής
- ελεήμων
- ήπιος
- αμελής
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- απρόσεκτος
- μαλακός
- ανεκτικός
- υποχωρητικός
- αμελής
- Χάιδεμα
- επιεικής
- αμελής
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- κακομαθαίνω
- ανέμελος
Nearest Words of uncompromising
Definitions and Meaning of uncompromising in English
uncompromising (a)
not making concessions
uncompromising (a.)
Not admitting of compromise; making no truce or concessions; obstinate; unyielding; inflexible.
FAQs About the word uncompromising
αδιάλλακτος
not making concessionsNot admitting of compromise; making no truce or concessions; obstinate; unyielding; inflexible.
αυστηρός,αυστηρός,αμετάπειστος,χυτοσίδηρος,συνειδητός,απαιτητικός,Σκληρή γραμμή,άκαμπτος,σχολαστικός,αμείλικτος
συμβατός,εύκολος,ευέλικτος,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,Χαλαρός,συγκαταβατικός,ανένδοτος,εύκολος
uncompress => Αποσυμπίεση, uncomprehensive => ατελής, uncomprehensible => ακατανόητος, uncomprehending => ακατανόητος, uncomprehended => Ακατανόητος,