Greek Meaning of hardened
σκληρυμένο
Other Greek words related to σκληρυμένο
- ανθεκτικός
- ανώμαλος
- γεροδεμένος
- δυνατός
- γερός
- σκληρός
- χυτοσίδηρος
- ανθεκτικός
- σκληρός
- σκληραγωγημένος
- υγιής
- συνηθισμένος
- μόνιμο
- ανθεκτικός
- robust
- αμετάβλητος
- σκληρυμένο
- ζωηρός
- υγιής
- Ανόπτηση
- μυώδης
- ανθεκτικός
- αιώνιος
- κατάλληλο
- Φlinstones
- ακμάζων
- οχυρωμένος
- υγιής
- χάσκι
- αθάνατος
- άφθαρτο
- διαρκής
- δερματώδης
- σφριγηλός
- Μυώδης
- ευημερούσα
- έμπειρος
- ήχος
- σταθερός
- σταθερός
- Αδιάβροχο
- θερμικός
- επίμονος
- ακμάζων
- αμετάπειστος
- ανδροπρεπής
- διαμονή
- λεπτός
- άρρωστος
- εξασθενημένος
- μαλακός
- τρυφερό
- σπαταλημένος
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- φθαρμένος
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- ευνουχισμένος
- εξαντλημένος
- εξαντλημένος
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- ανίκανος
- άρρωστος
- αδύναμος
- αποκαμωμένος
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- Προσωρινός
- παροδικός
- προβληματικός
- ευάλωτος
- Φθαρμένος
- Μη ανθεκτικό στο κρύο
- θνητός
- φθαρτός
- ακαταμάχητος
- ερειπωμένος
- δίχως αντίσταση
- υποχωρητικός
Nearest Words of hardened
- hardenbergia comnptoniana => Hardenbergia comnptoniana
- hardenbergia => Χαρντενμπέργια
- harden => σκληρύνω
- harddihood => αντοχή
- hardcover => Σκληρό εξώφυλλο
- hard-core => σκληροπυρηνικός
- hardcore => σκληροπυρηνικός
- hard-cooked egg => Αυγά σφιχτά
- hardbound => σκληρόδετο
- hard-boiled egg => Σκληρά βρασμένο αυγό
Definitions and Meaning of hardened in English
hardened (s)
used of persons; emotionally hardened
made tough by habitual exposure
converted to solid form (as concrete)
hardened (a)
made hard or flexible or resilient especially by heat treatment
protected against attack (especially by nuclear weapons)
hardened (imp. & p. p.)
of Harden
hardened (a.)
Made hard, or compact; made unfeeling or callous; made obstinate or obdurate; confirmed in error or vice.
FAQs About the word hardened
σκληρυμένο
used of persons; emotionally hardened, made hard or flexible or resilient especially by heat treatment, protected against attack (especially by nuclear weapons)
ανθεκτικός,ανώμαλος,γεροδεμένος,δυνατός,γερός,σκληρός,χυτοσίδηρος,ανθεκτικός,σκληρός,σκληραγωγημένος
λεπτός,άρρωστος,εξασθενημένος,μαλακός,τρυφερό,σπαταλημένος,Αδύναμος,εξασθενημένος,φθαρμένος,ανάπηρος
hardenbergia comnptoniana => Hardenbergia comnptoniana, hardenbergia => Χαρντενμπέργια, harden => σκληρύνω, harddihood => αντοχή, hardcover => Σκληρό εξώφυλλο,