Greek Meaning of toughened

σκληρυμένο

Other Greek words related to σκληρυμένο

Definitions and Meaning of toughened in English

Wordnet

toughened (a)

physically toughened

made hard or flexible or resilient especially by heat treatment

Webster

toughened (imp. & p. p.)

of Toughen

FAQs About the word toughened

σκληρυμένο

physically toughened, made hard or flexible or resilient especially by heat treatmentof Toughen

σκληρυμένο,ανθεκτικός,ανώμαλος,δυνατός,γερός,σκληρός,χυτοσίδηρος,ανθεκτικός,σκληρός,σκληραγωγημένος

λεπτός,μαλακός,τρυφερό,σπαταλημένος,Αδύναμος,εξασθενημένος,φθαρμένος,ανάπηρος,εξασθενημένος,άρρωστος

toughen => σκληραίνω, tough-cake => Σκληρό κέικ, tough luck => Κακή τύχη, tough guy => σκληρός τύπος, tough => σκληρός,