Greek Meaning of toughening

ενίσχυση

Other Greek words related to ενίσχυση

Definitions and Meaning of toughening in English

Webster

toughening (p. pr. & vb. n.)

of Toughen

FAQs About the word toughening

ενίσχυση

of Toughen

σκλήρυνση,ενδυνάμωση,ενισχύοντας,ενδυναμωτικός,σκλήρυνση,αναιμικότητα,ενεργειακός,σύσφιξη (προς τα πάνω),τονωτικός,τονωτικό (πάνω)

αναπηρικός,εξουθενωτικό,πονώντας,εξασθένιση,επιζήμιος,εξαντλητικό,αποδυναμωτικό,βλαβερός,βλαπτική,ανικανό να εκτελέσει

toughened => σκληρυμένο, toughen => σκληραίνω, tough-cake => Σκληρό κέικ, tough luck => Κακή τύχη, tough guy => σκληρός τύπος,