Greek Meaning of harming

βλαβερός

Other Greek words related to βλαβερός

Definitions and Meaning of harming in English

Webster

harming (p. pr. & vb. n.)

of Harm

FAQs About the word harming

βλαβερός

of Harm

επιζήμιος,πονώντας,βλαβερό,πληγωτικός,μώλωπες,προσβλητικός,Βασανιστικός,αιματηρός,σβήνω,Μελανιάζων

σκλήρυνση,επιδιόρθωση,επούλωση,επισκευή,επανορθωτικό

harmine => Αρμίνη, harmfulness => βλαβερότητα, harmfully => επιβλαβώς, harmful => επιβλαβές, harmel => Άγρια Ρου,