Greek Meaning of marring

φθορά

Other Greek words related to φθορά

Definitions and Meaning of marring in English

Webster

marring (p. pr. & vb. n.)

of Mar

FAQs About the word marring

φθορά

of Mar

σκοτείνιασμα,δηλητηρίαση,κακομαθαίνω,Χρώση,μόλυνση,συγκινητικός,μαύρισμα,Ατέλεια,διεφθαρμένος,εξευτελιστικός

καθαρισμός,ανυψωτικός,καθαριστικός,δοξασμός,μεγεθυντικός,ανυψωτικός,αξιοπρεπές,ένδοξος,εγκιβωτίζοντας,αγιασμός

marrier => γαμπρός, married woman => Παντρεμένη γυναίκα, married person => παντρεμένος άνθρωπος, married man => παντρεμένος άντρας, married couple => αντρόγυνο,