Greek Meaning of tarring
πίσσα
Other Greek words related to πίσσα
- δυσφήμηση
- μαύρισμα
- θόλωση
- θόλωμα
- λερώνοντας
- φθορά
- μολυσματικό
- συκοφαντία
- μόλυνση
- μόλυνση
- θάμπωμα
- Κηλίδωμα
- μόλυνση
- ταπεινωτικός
- βρώμικος
- συκοφαντία
- Ατέλεια
- φθηναίνω
- διεφθαρμένος
- σκοτείνιασμα
- ταπεινωτικός
- έκλυτος
- εξευτελιστικός
- εξευτελιστικός
- αποχρωματισμός
- δυσφημιστική
- Ατιμάζοντας
- ατιμαστικός
- παραμορφωτικό
- ρύπανση
- χαμήλωμα
- δηλητηρίαση
- ντροπιαστικό
- κακομαθαίνω
- Χρώση
- συγκινητικός
- ακυρωτική
- δυσφημώ
- λερώσιμο
- ανατρεπτικός
- νόθευση
- Χρωματισμός
- απογοητευτικός
- διεστραμμένος
- εκτροπή
- βύθιση
- Στρέβλωση
Nearest Words of tarring
Definitions and Meaning of tarring in English
tarring (p. pr. & vb. n.)
of Tar
FAQs About the word tarring
πίσσα
of Tar
δυσφήμηση,μαύρισμα,θόλωση,θόλωμα,λερώνοντας,φθορά,μολυσματικό,συκοφαντία,μόλυνση,μόλυνση
καθαρισμός,ανυψωτικός,καθαριστικός,δοξασμός,μεγεθυντικός,ανυψωτικός,αξιοπρεπές,ένδοξος,εγκιβωτίζοντας,αγιασμός
tarrietia argyrodendron => Tarrietia argyrodendron, tarrier => Τεριέ, tarried => καθυστερούσε, tarriance => παραμονή, tarred-and-feathered => γυμνός και με φτερά,