Greek Meaning of glorifying
δοξασμός
Other Greek words related to δοξασμός
Nearest Words of glorifying
Definitions and Meaning of glorifying in English
glorifying (p. pr. & vb. n.)
of Glorify
FAQs About the word glorifying
δοξασμός
of Glorify
θεοποίηση,Αγιογραφικός,ευλαβικός,ευλαβικός,Σεβαστός,λατρεία,λατρεία,λατρεύω,κολακευτικό,στοργικός
περιφρονητικός,αποδοκιμαστικός,περιφρονητικός,καταδικαστικός,αηδία
glorify => δοξάζω, glorified => δοξασμένος, glorification => δοξολογία, gloried => δοξασμένος, gloriation => δοξασμός,