Greek Meaning of condemning

καταδικαστικός

Other Greek words related to καταδικαστικός

Definitions and Meaning of condemning in English

Wordnet

condemning (s)

containing or imposing condemnation or censure

FAQs About the word condemning

καταδικαστικός

containing or imposing condemnation or censure

περιφρονητικός,αποδοκιμαστικός,περιφρονητικός,αηδία

λατρεύω,κολακευτικό,ευλαβικός,ευλαβικός,Σεβαστός,λατρεία,λατρεία,θεοποίηση,δοξασμός,Αγιογραφικός

condemnatory => καταδικαστικός, condemnation => καταδίκη, condemnable => καταδικαστέος, condemn => καταδικάζω, concussion => Σύνδρομο διάσεισης,