Greek Meaning of condemning
καταδικαστικός
Other Greek words related to καταδικαστικός
Nearest Words of condemning
- condensate => συμπύκνωμα
- condensation => Συμπύκνωση
- condensation pump => Αντλία συμπύκνωσης
- condensation trail => Συμπυκνωτική ουρά
- condense => πυκνώνω
- condensed milk => Εβαπορέ γάλα
- condenser => Συμπυκνωτής
- condenser microphone => Μικρόφωνο πυκνωτή
- condenser mike => Μικρόφωνο πυκνωτή
- condensing => συμπύκνωση
Definitions and Meaning of condemning in English
condemning (s)
containing or imposing condemnation or censure
FAQs About the word condemning
καταδικαστικός
containing or imposing condemnation or censure
περιφρονητικός,αποδοκιμαστικός,περιφρονητικός,αηδία
λατρεύω,κολακευτικό,ευλαβικός,ευλαβικός,Σεβαστός,λατρεία,λατρεία,θεοποίηση,δοξασμός,Αγιογραφικός
condemnatory => καταδικαστικός, condemnation => καταδίκη, condemnable => καταδικαστέος, condemn => καταδικάζω, concussion => Σύνδρομο διάσεισης,