Greek Meaning of condensing
συμπύκνωση
Other Greek words related to συμπύκνωση
Nearest Words of condensing
- condenser mike => Μικρόφωνο πυκνωτή
- condenser microphone => Μικρόφωνο πυκνωτή
- condenser => Συμπυκνωτής
- condensed milk => Εβαπορέ γάλα
- condense => πυκνώνω
- condensation trail => Συμπυκνωτική ουρά
- condensation pump => Αντλία συμπύκνωσης
- condensation => Συμπύκνωση
- condensate => συμπύκνωμα
- condemning => καταδικαστικός
Definitions and Meaning of condensing in English
condensing (n)
the act of increasing the density of something
FAQs About the word condensing
συμπύκνωση
the act of increasing the density of something
συμπίεση,Συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,Συστολή,πιέζω,συμπίεση,συμπίεση,συμπίεση,συγκέντρωση,ενοποίηση
αποσυμπίεση,διασπορά,επέκταση,διασκόρπιση,διαστολή,διάλυση,Πληθωρισμός,Οίδημα,Επέκταση,διάταση
condenser mike => Μικρόφωνο πυκνωτή, condenser microphone => Μικρόφωνο πυκνωτή, condenser => Συμπυκνωτής, condensed milk => Εβαπορέ γάλα, condense => πυκνώνω,