Greek Meaning of condiments
καρυκεύματα
Other Greek words related to καρυκεύματα
Nearest Words of condiments
- condition => συνθήκη
- conditional => υπό όρους
- conditional contract => Υπό όρους συμφωνία
- conditional probability => Πιθανότητα υπό όρους
- conditional reaction => ενεργοποιημένη αντίδραση
- conditional reflex => Εξαρτημένο αντανακλαστικό
- conditional relation => Συνάρτηση υπό όρους
- conditional response => εξαρτημένη απόκριση
- conditional sale => υπό όρους πώληση
- conditionality => όρος
Definitions and Meaning of condiments in English
condiments
a tangy seasoning, something used to give food a good taste, a pungent seasoning, something used to enhance the flavor of food
FAQs About the word condiments
καρυκεύματα
a tangy seasoning, something used to give food a good taste, a pungent seasoning, something used to enhance the flavor of food
αρώματα,βότανα,σάλτσες,καρυκεύματα,μπαχαρικά,Ορεκτικά,λιχουδιές,αλμυρά
No antonyms found.
condiment => καρύκευμα, condign => αρμόζων, condescendingness => Καταδεκτικότητα, condescendingly => συγκαταβατικά, condescending => υποτιμητικός,