Greek Meaning of conditionality
όρος
Other Greek words related to όρος
Nearest Words of conditionality
- conditional sale => υπό όρους πώληση
- conditional response => εξαρτημένη απόκριση
- conditional relation => Συνάρτηση υπό όρους
- conditional reflex => Εξαρτημένο αντανακλαστικό
- conditional reaction => ενεργοποιημένη αντίδραση
- conditional probability => Πιθανότητα υπό όρους
- conditional contract => Υπό όρους συμφωνία
- conditional => υπό όρους
- condition => συνθήκη
- condiments => καρυκεύματα
- conditionally => υπό όρους
- conditioned => εξαρτημένος από κάποιον όρο
- conditioned avoidance => Εξαρτημένη αποφυγή
- conditioned avoidance response => εξαρτημένη απόδοση αποφυγής
- conditioned emotion => Υπό συνθήκη συναίσθημα
- conditioned emotional response => Εξαρτημένη συναισθηματική αντίδραση
- conditioned reaction => εξαρτημένη αντίδραση
- conditioned reflex => εξαρτημένο αντανακλαστικό
- conditioned response => εξαρτημένη απόκριση
- conditioned stimulus => Εξαρτημένο ερέθισμα
Definitions and Meaning of conditionality in English
conditionality (n)
the state of being conditional
FAQs About the word conditionality
όρος
the state of being conditional
εξαρτημένος,προσωρινός,εξαρτώμενος (από ή από),(υπόκειται (σε)),αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφίβολο,υπεύθυνος,περιορισμένος
κατηγορηματικός,ανεξάρτητος,συνολικό,άνευ όρων,απόλυτος,βασικό,βασικός,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένος,θεμελιώδης
conditional sale => υπό όρους πώληση, conditional response => εξαρτημένη απόκριση, conditional relation => Συνάρτηση υπό όρους, conditional reflex => Εξαρτημένο αντανακλαστικό, conditional reaction => ενεργοποιημένη αντίδραση,