Greek Meaning of categoric
κατηγορηματικός
Other Greek words related to κατηγορηματικός
- ολοκληρωμένο
- ορισμένος
- βαθύς
- καθαρός
- διάφανος
- απλός
- σκληρός
- εμπεριστατωμένος
- συνολικό
- άνευ όρων
- απόλυτος
- θρασύς
- κενό
- Καθαρός
- επιβεβαιωμένο
- σταθερά
- ολοκληρωμένος
- συντριβή
- διάολε
- κατάρατος
- θανατηφόρος
- απολύτως
- φοβερός
- δίκαιο
- επίπεδος
- γνήσιος
- τεράστιος
- καθαρά και ξάστερα
- εντελώς
- τέλειο
- βαθμός
- πραγματικός
- τακτικός
- κατευθείαν
- Ανώτατος
- διεξοδικός
- ατόφιος
- αμείωτος
- ανειδίκευτος
- προφέρει
- πολύ
- με το γκάζι στο τέρμα
- Ολοήμερος
- αυθεντικός
- ανθισμένος
- καταπληκτικός
- κλασικός
- νεκρός
- ατελείωτος
- αιώνιος
- εξαιρετικός
- ακραίο
- τρομερός
- συνήθης
- απελπισμένος
- φρικτός
- αμετανόητος
- κύριος
- αιώνιος
- κατακόρυφος
- πέτρα
- υπερθετικός
- φοβερός
- φοβερός
- απαύστως
- αθάνατος
- unremitting **ακατάπαυστος
- απεριόριστος
- πραγματικός
Nearest Words of categoric
- categorical => κατηγορηματικός
- categorical imperative => κατηγορικό επιτακτικό
- categorically => κατηγορηματικά
- categoricalness => κατηγορηματικότητα
- categories => κατηγορίες
- categorisation => κατηγοριοποίηση
- categorise => κατηγοριοποιώ
- categorised => κατηγοριοποιημένος
- categorist => κατηγοριστής
- categorization => κατηγοριοποίηση
Definitions and Meaning of categoric in English
categoric (a)
relating to or included in a category or categories
categoric (s)
not modified or restricted by reservations
FAQs About the word categoric
κατηγορηματικός
relating to or included in a category or categories, not modified or restricted by reservations
ολοκληρωμένο,ορισμένος,βαθύς,καθαρός,διάφανος,απλός,σκληρός,εμπεριστατωμένος,συνολικό,άνευ όρων
αμφίβολος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος,κατάλληλος
categorial => κατηγορικός, categoreme => κατηγορία, categorematic => Κατηγορηματικό, categorem => Κατηγορία, catechumenist => Κατηχούμενος,