Greek Meaning of categoric

κατηγορηματικός

Other Greek words related to κατηγορηματικός

Definitions and Meaning of categoric in English

Wordnet

categoric (a)

relating to or included in a category or categories

Wordnet

categoric (s)

not modified or restricted by reservations

FAQs About the word categoric

κατηγορηματικός

relating to or included in a category or categories, not modified or restricted by reservations

ολοκληρωμένο,ορισμένος,βαθύς,καθαρός,διάφανος,απλός,σκληρός,εμπεριστατωμένος,συνολικό,άνευ όρων

αμφίβολος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος,κατάλληλος

categorial => κατηγορικός, categoreme => κατηγορία, categorematic => Κατηγορηματικό, categorem => Κατηγορία, catechumenist => Κατηχούμενος,