Greek Meaning of catechumenical
κατηχουμενικός
Other Greek words related to κατηχουμενικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of catechumenical
- catechumenist => Κατηχούμενος
- categorem => Κατηγορία
- categorematic => Κατηγορηματικό
- categoreme => κατηγορία
- categorial => κατηγορικός
- categoric => κατηγορηματικός
- categorical => κατηγορηματικός
- categorical imperative => κατηγορικό επιτακτικό
- categorically => κατηγορηματικά
- categoricalness => κατηγορηματικότητα
Definitions and Meaning of catechumenical in English
catechumenical (a.)
Of or pertaining to catechumens; as, catechumenical instructions.
FAQs About the word catechumenical
κατηχουμενικός
Of or pertaining to catechumens; as, catechumenical instructions.
No synonyms found.
No antonyms found.
catechumenate => Κατηχουμινάτο, catechumen => κατηχούμενος, catechuic => κατηχητικός, catechu => Κατέχου, catecholamine => Κατεχολαμίνη,