Greek Meaning of stark
σκληρός
Other Greek words related to σκληρός
- άχαρος
- άγριος
- απαγορευτικό
- ζοφερός
- βαρύς
- εχθρικός
- φοβερός
- ανώμαλος
- σοβαρός
- πρύμνη
- αυστηρός
- κρύος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- κατσούφης
- Φlinstones
- σκληρυμένο
- χαμήλωμα
- τραχύς
- σκοτεινός
- χαλύβδινος
- πεισματάρης
- αγενής
- απειλητικός
- αμετάπειστος
- δεμένος
- Που εκκολάπτει
- Κατηφής
- αποφασισμένος
- στερεός
- σταθερός
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- τάφος
- σκληρός
- πεισματάρης
- χωρίς χιούμορ
- ακίνητος
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- εχθρικός
- εχθρικός
- πρόθεση
- δίχως χαρά
- μελαγχολικός
- μελαγχολία
- καприτσιόζος
- κατσούφης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- σκόπιμος
- αποφασισμένος
- Επιλεγμένο
- άκαμπτος
- σοβαρός
- σετ
- νηφάλιος
- επίσημος
- σκοτεινός
- σοβαρός
- σταθερός
- άκαμπτος
- σουμπρός
- κατσούφης
- μουρτζούφλης
- άκαμπτος
- αμετάβλητος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- ανεπιθύμητος
- αμείλικτος
- ανέκφραστος
- ανανταγωνιστικό
- αμετάπειστος
- βαρύς
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- Σιδηρόφρακτη
Nearest Words of stark
Definitions and Meaning of stark in English
stark (s)
devoid of any qualifications or disguise or adornment
severely simple
complete or extreme
without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers
providing no shelter or sustenance
stark (r)
completely
FAQs About the word stark
σκληρός
devoid of any qualifications or disguise or adornment, severely simple, complete or extreme, without qualification; used informally as (often pejorative) intens
άχαρος,άγριος,απαγορευτικό,ζοφερός,βαρύς,εχθρικός,φοβερός,ανώμαλος,σοβαρός,πρύμνη
καλοήθης,Ανιαρός,εύκολος,ήπιος,γλυκός,ήπιος,ήσυχος,μαλακός,κατευναστικός,τρυφερό
staring => επίμονο βλέμμα, star-glory => Δόξα αστέρων, stargazing => παρατήρηση των αστεριών, stargazer => Αστροπαρατηρητής, stargaze => αστροπαρατήρηση,