Greek Meaning of starlet

Αστεράκι

Other Greek words related to Αστεράκι

Definitions and Meaning of starlet in English

Wordnet

starlet (n)

a young (film) actress who is publicized as a future star

a small star

FAQs About the word starlet

Αστεράκι

a young (film) actress who is publicized as a future star, a small star

ηθοποιός,ηθοποιός,καλλιτέχνης,ηθοποιός,Αεροπόρος ακροβατικών,συμπρωταγωνιστής,δρών,καλλιτέχνης,Προσποιητής,Πρωταγωνίστρια

Μη ηθοποιός

starless => άστρο, star-leaf begonia => Μπεγκόνια με αστεροειδή φύλλα, starkness => Αυστηρότητα, starkly => έντονα, stark => σκληρός,