Greek Meaning of trouper
ηθοποιός
Other Greek words related to ηθοποιός
- ηθοποιός
- ηθοποιός
- καλλιτέχνης
- κωμικός
- καλλιτέχνης
- Προσποιητής
- μίμος
- παίκτης
- ηθοποιός
- Αεροπόρος ακροβατικών
- Γελωτοποιός
- κλόουν
- συνεργός
- συμπρωταγωνιστής
- διπλό
- δρών
- επιπλέον
- φαρσέρ
- Αρλεκίνος
- Μιμητής
- ιμπρεσιονιστής
- Πρωταγωνίστρια
- Πρωταγωνιστής
- Μάσκα
- μεταμφιεσμένος
- μίμος
- μονόλογος
- Μονολογιστής
- παντομίμα
- Μίμος
- µιμητής
- poser
- Πριμαντόνα
- Κλέφτης σκηνής
- δορυφόρος
- αστέρι
- Αστεράκι
- μπουμπούνας
- υπαριθμητικός
- τραγωδός
- τραγωδός
- αναπληρωματικός
- κομπάρσος
Nearest Words of trouper
Definitions and Meaning of trouper in English
trouper (n)
a person who is reliable and uncomplaining and hard working
an actor who travels around the country presenting plays
FAQs About the word trouper
ηθοποιός
a person who is reliable and uncomplaining and hard working, an actor who travels around the country presenting plays
ηθοποιός,ηθοποιός,καλλιτέχνης,κωμικός,καλλιτέχνης,Προσποιητής,μίμος,παίκτης,ηθοποιός,Αεροπόρος ακροβατικών
Μη ηθοποιός
troupe => θίασος, trouncing => ξύλο, trounced => διέλυσε, trounce => Τσαλαπατώ, troul => τρολ,