Greek Meaning of enactor
δρών
Other Greek words related to δρών
- ηθοποιός
- ηθοποιός
- καλλιτέχνης
- Προσποιητής
- μίμος
- καλλιτέχνης
- παίκτης
- ηθοποιός
- ηθοποιός
- Αεροπόρος ακροβατικών
- συνεργός
- συμπρωταγωνιστής
- μόλυβδος
- Πρωταγωνίστρια
- Πρωταγωνιστής
- μονόλογος
- Μονολογιστής
- δορυφόρος
- αστέρι
- Αστεράκι
- υπαριθμητικός
- κομπάρσος
- κωμικός
- διπλό
- επιπλέον
- φαρσέρ
- Πριμαντόνα
- Κλέφτης σκηνής
- αναπληρωματικός
Nearest Words of enactor
Definitions and Meaning of enactor in English
enactor (n.)
One who enacts a law; one who decrees or establishes as a law.
FAQs About the word enactor
δρών
One who enacts a law; one who decrees or establishes as a law.
ηθοποιός,ηθοποιός,καλλιτέχνης,Προσποιητής,μίμος,καλλιτέχνης,παίκτης,ηθοποιός,ηθοποιός,Αεροπόρος ακροβατικών
Μη ηθοποιός
enactment => θέσπιση, enactive => ενσώματο, enacting => ψήφιση, enacted => θεσπισμένος, enact => ψηφίζω,