Greek Meaning of enacted
θεσπισμένος
Other Greek words related to θεσπισμένος
Nearest Words of enacted
Definitions and Meaning of enacted in English
enacted (imp. & p. p.)
of Enact
FAQs About the word enacted
θεσπισμένος
of Enact
εγκρίθηκε,Συνιστάται,πέρασε,εξουσιοδοτημένος,υπαγορευμένο,εκτελεσμένο,Κατέθεσε,νομοθετημένος,έκανε,χειροτονημένος
καταργήθηκε,Καταργηθέν,ακυρώθηκε,ακυρώθηκε,ματαιωμένο,ακυρώθηκε,σκότωσα,καταργημένο,ακυρώθηκε,άκυρος
enact => ψηφίζω, enabling legislation => νομοθεσία, enabling clause => Ενεργοποιητική ρήτρα, enabling act => Εξουσιοδοτικός νόμος, enabling => Ενεργοποίηση,