Greek Meaning of annulled
ακυρώθηκε
Other Greek words related to ακυρώθηκε
- θεσπισμένος
- καθιερωμένος
- ιδρύθηκε
- εδραιωμένος
- Κατέθεσε
- επιτρεπόμενο
- εγκρίθηκε
- εξουσιοδοτημένος
- ενέκρινε
- τυπικοποιημένο
- νομιμοποιημένο
- νομοθετημένος
- νομιμοποιημένο
- παραγγελθέντα
- πέρασε
- επιτρεπτός
- συνταγογραφημένο
- επικυρωμένο
- κυρώσεις
- επικυρωμένος
- ξεκαθαρισμένο
- διέταξε
- διάταγμα
- εγκεκριμένος
- εξουσιοδοτημένος
- υποχρεωτικό
- εγγυημένος
Nearest Words of annulled
Definitions and Meaning of annulled in English
annulled (imp. & p. p.)
of Annul
FAQs About the word annulled
ακυρώθηκε
of Annul
διορθωμένο,εξουδετερωμένο,μετατόπιση,ακυρώθηκε (έξω),ακυρώθηκε (έξω),αποζημιωμένος (για),εξουδετερώθηκε,ισορροπημένο,άκυρος,κατασκευασμένο από (για)
θεσπισμένος,καθιερωμένος,ιδρύθηκε,εδραιωμένος,Κατέθεσε,επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε,τυπικοποιημένο
annullable => άκυρη, annuli => Δαχτυλίδια, annulet => δακτύλιος, annulation => ακύρωση, annulated => ακυρώθηκε,