Greek Meaning of canceled (out)
ακυρώθηκε (έξω)
Other Greek words related to ακυρώθηκε (έξω)
Nearest Words of canceled (out)
Definitions and Meaning of canceled (out) in English
canceled (out)
to reduce the effect of (something)
FAQs About the word canceled (out)
ακυρώθηκε (έξω)
to reduce the effect of (something)
αποζημιωμένος (για),κατασκευασμένο από (για),μετατόπιση,ακυρώθηκε,διορθωμένο,εξουδετερώθηκε,ισορροπημένο,εξισορροπημένος,εξουδετερωμένο,υπερτερούσε
No antonyms found.
cancelation => ακύρωση, cancel (out) => ακυρώνει (έξω), canards => νάρκες, canapés => Καναπέδες, canapé => καναπέ,