Greek Meaning of neutered

ευνουχισμένος

Other Greek words related to ευνουχισμένος

Definitions and Meaning of neutered in English

Wordnet

neutered (s)

having testicles or ovaries removed

FAQs About the word neutered

ευνουχισμένος

having testicles or ovaries removed

τροποποιημένο,ευνουχισμένος,ανίκανος,στείρος,στείρωση,ευνουχισμένος,άκαρπος,αλογο,στείρος,στειρωμένη

εμπλουτισμένο,λίπος,γόνιμος,καρποφόρος,έγκυος,παραγωγικός,Πολύκαρπος,πλούσιος,ρουλεμάν,γόνιμος

neuter => ουδέτερος, neurula => νευρικό \"σωλήνας\", neurotropism => νευροτροπισμός, neurotropic => νευροτροπικό, neurotrichus gibbsii => Neurotrichus gibbsii,